- τόξαρχος
- τόξαρχοςlord of the bowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόξαρχος — ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου τού στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.) 2. (ειδικά) διοικητής τού σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.) 3. (στην … Dictionary of Greek
τοξάρχου — τόξαρχος lord of the bow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξαρχώ — έω, Α [τόξαρχος] είμαι τόξαρχος* … Dictionary of Greek
τοξάρχης — ὁ, Α τόξαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + άρχης*] … Dictionary of Greek